εμπλαστρώνω

εμπλαστρώνω
και εμπλαστρώ (-όω) και μπλαστρώνω (AM ἐμπλαστρῶ, -όω)
τοποθετώ έμπλαστρο στο δέρμα
νεοελλ.
1. επαλείφω κάτι με στρώμα πηχτής ύλης
2. καλύπτω πρόχειρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”